- λαφύξω
- λαφύσσωswallow greedilyaor subj act 1st sgλαφύσσωswallow greedilyfut ind act 1st sgλαφύσσωswallow greedilyaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύντζεφλος — ον, Μ αυτός που είναι μαζί με το δέρμα του ή μαζί με τον φλοιό του («καὶ σύντζεφλον λαφύξω τον, καθάπερ ἄρνα λέων», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τσέφλιν «κέλυφος, φλούδα» (< αραβ. djefl), πρβλ. και τσόφλι] … Dictionary of Greek